Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Τεθρώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τεθρώνιον — Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, στον Κηφισό. Ο Ξέρξης, στην εισβολή του στον ελληνικό χώρο, την έκαψε … Dictionary of Greek